αλυσόδεμα

αλυσόδεμα
το [αλυσοδένω]
δέσιμο με αλυσίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλυσόδεμα — το, ατος το αλυσίδωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυσοδένω — 1. (και μτφ.) δεσμεύω, δένω με αλυσίδες 2. βάζω στα δεσμά, φυλακίζω 3. (μετοχή παθητικού παρακειμένου) αλυσοδεμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δένω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυσόδεμα, αλυσοδεμένος, αλυσοδέσιμο, αλυσόδετος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”